- δρομομετρώ
- μετρώ την ταχύτητα του πλοίου με δρομόμετρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δρομομετρώ — ( έω) μετρώ την ταχύτητα πλοίου με το δρομόμετρο … Dictionary of Greek